ἐπικίρνημι
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
Ion. for ἐπικεράννυμι, Heraclit.All.35, Philum. ap. Orib.45.29.8:—Pass., ἐπικίρναται [ὁ κρητήρ] Hdt.1.51, Plu.2.270a, cf. Heraclit.All.40.
German (Pape)
[Seite 949] ion. = ἐπικεράννυμι; ἐπικίρναται ὁ κρητήρ Her. 1, 51; Plut. qu. Rom. 25.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐπικεράννυμι.
English (Autenrieth)
aor. inf. ἐπικρῆσαι: mix in, add wine to water, Od. 7.164†.
Greek Monolingual
ἐπικίρνημι και ἐπικιρνῶ -έω, ιων. τ. τοὺ ἐπικεράννυμι (Α)
1. ανακατεύω, αναμιγνύω
2. παθ. ἐπικίρναμαι
γεμίζομαι με ανάμικτο κρασί («ἐπικέρναται [ὁ κρατήρ]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίρνημι, ποιητ. τ. του κεράννυμι «αναμιγνύω»].