οὔνομα

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

German (Pape)

[Seite 416] τό, ion. = ὄνομα, w. m. s., so auch compp.

Greek (Liddell-Scott)

οὔνομα: τό, Ἰων. ἀντὶ ὄνομα, Ὅμ., ὅστις ὅμως προτιμᾷ τὸν κοινὸν τύπον, ἐν ᾧ ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰωνικόν, ὃς ἐσφαλμένως ὑπό τινων ἀντιγραφέων εἰσήχθη εἰς Σοφ. Φιλ. 251.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ὄνομα.

English (Autenrieth)

see ὄνομα.
ατος (for ὄ-γνομα, γνῶναι, cf. nomen): name; forfame,’ ‘glory,’ Od. 13.248, Od. 24.93.

Greek Monolingual

οὔνομα, τὸ (Α)
(επικ. και ιων. τ.) βλ. όνομα.