ποικιλομήχανος

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλομήχᾰνος Medium diacritics: ποικιλομήχανος Low diacritics: ποικιλομήχανος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: poikilomḗchanos Transliteration B: poikilomēchanos Transliteration C: poikilomichanos Beta Code: poikilomh/xanos

English (LSJ)

ον,

   A full of various devices, Ἔρως Epigr. ap. Clidem.24.

German (Pape)

[Seite 650] voll mannichfaltiger Schliche, Künste, verschlagen, listig, Ἔρως, Ep. ad. 213 (App. 302).

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλομήχᾰνος: -ον, ὁ ποικίλα μηχανώμενος, πολύτροπος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 302.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux machinations variées, fertile en ruses.
Étymologie: ποικίλος, μηχανή.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ-μήχανος].