τεκνοῦς

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκνοῦς Medium diacritics: τεκνοῦς Low diacritics: τεκνούς Capitals: ΤΕΚΝΟΥΣ
Transliteration A: teknoûs Transliteration B: teknous Transliteration C: teknoys Beta Code: teknou=s

English (LSJ)

οῦσσα, οῦν, contr. for τεκνόεις, εσσα, εν,

   A having children, ἄνανδρος ἢ τεκνοῦσσα (Brunck for τεκνοῦσα or τεκοῦσα) S.Tr.308 (v. παιδοῦς) ; οἶνον, ὃς . . τὰς γυναῖκας τεκνούσσας ποιεῖ Thphr.HP9.18.10, as cited by Ath.1.31f (τεκνούσας codd.Ath., ἀτέκνους codd.Thphr.); αἱ τεκνοῦσαι, opp. αἱ ἀειπάρθενοι, D.C.56.10 codd.

German (Pape)

[Seite 1083] οῦσσα, οῦν, statt τεκνόεις, εσσα, εν, Kinder habend, Soph. Trach. 308.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοῦς: οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ τεκνοῦσα, ἡ τεκοῦσα, ἡ γεννήσασα (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦσσα, οῦν :
qui a des enfants.
Étymologie: τέκνον.

Greek Monolingual

-οῦσσα, -οῦν και τεκνόεις, -εσσα, -εν, Α
αυτός που έχει πολλά παιδιά, πολύτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + κατάλ. -οῦς (< -όεις με συναίρεση, βλ. και λ. -όεις)].