τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
οὖλε: χαιρετισμός, ἴδε οὔλω. - Καθ. Ἡσύχ.: «οὖλε· ὑγίαινε. ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ὑγιὲς γενόμενον ἕλκος οὐλὴν λέγουσι».
v. οὔλω.
(cf. οὖλο Od. 18.1): imp. (salve), hail! Od. 24.402†.