ἐπιπλαταγέω
From LSJ
English (LSJ)
A appland by clapping, τινί Theoc.9.22; χεῖρας Epic. Alex.Adesp.2.72.
German (Pape)
[Seite 970] zuklatschen, Theocr. 9, 22; Schol. τὰς χεῖρας συγκροτεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπλᾰτᾰγέω: ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω κροτῶν τὰς χεῖρας, μετὰ δοτ. τοῖς μὲν ἐπεπλατάγησα, «ἤγουν ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις τὰς χεῖρας συνεκρότησα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 9. 22.