ἀπορέπω
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A slink away, AP9.746 (Polem. Rex).
German (Pape)
[Seite 321] weggehen, ἀπέρεψε τὰ βοίδια Polem. 3 (IX, 746).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορέπω: μέλλ. -ψω, ἀποδιδράσκω, «τὸ στρίφτω», «τὸ κόφτω λάσπη», «τὰ καπνίζω», Ἀνθ. Π. 9. 746.