ἄχρωστος

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχρωστος Medium diacritics: ἄχρωστος Low diacritics: άχρωστος Capitals: ΑΧΡΩΣΤΟΣ
Transliteration A: áchrōstos Transliteration B: achrōstos Transliteration C: achrostos Beta Code: a)/xrwstos

English (LSJ)

ον, (χρώζω)

   A untouched, ἄ. γόνατα χερῶν ἐμῶν E.Hel. 831.    II uncoloured, colourless, Democr. ap. Plu.2.1111a.

German (Pape)

[Seite 420] 1) unberührt, τινός, von etwas, Eur. Hel. 831. – 2) ungefärbt, Plut. adv. Col. 8, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχρωστος: -ον, (χρώζω) ἄψαυστος, ἄθικτος, ἄχρ. χερῶν ἐμῶν Εὐρ. Ἑλ. 831. ΙΙ. μὴ χρωματισθείς, ἄχρωμος, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1111Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne sent pas le contact de la peau, non touché;
2 non coloré, sans couleur.
Étymologie: ἀ, χρώννυμι.

Spanish (DGE)

-ον no tocado ἄχρωστα γόνατ' ἐμῶν ... χερῶν E.Hel.831.
-ον
que no tiene color τὸ δ' ἀναφὲς καὶ ἄχρωστον καὶ ὅλως ἄποιον οὐκ ἔχει διαφοράν, ἀλλ' ὅμοιόν ἐστιν Plu.2.947c, cf. 948e, Plu.2.1111a (= Democr.A 57).

Greek Monolingual

ἄχρωστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν τον έχει αγγίξει κανείς, άθικτος
2. άχρωμος, αχρωμάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θέμα) χρωσ-, χρώζω-χρώννυμι «αγγίζω, χρωματίζω»].