ἐπιχορηγία

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχορηγία Medium diacritics: ἐπιχορηγία Low diacritics: επιχορηγία Capitals: ΕΠΙΧΟΡΗΓΙΑ
Transliteration A: epichorēgía Transliteration B: epichorēgia Transliteration C: epichorigia Beta Code: e)pixorhgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A supply, provision, τῆς ἐ. γενομένης ἐκ τῶν ἱερῶν προσόδων SIG818.9 (Ephesus, i A.D.); πᾶν τὸ σῶμα..συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, = διὰ πασῶν τῶν ἐπιχορηγουσῶν ἁφῶν (cf. ἐπιχορηγέω fin.), Ep.Eph. 4.16 ; διὰ τῆς ἐ. τοῦ πνεύματος Ep.Phil.1.19.

German (Pape)

[Seite 1004] ἡ, das noch dazu Geben, Darreichen, Sp., wie N. T

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχορηγία: ἡ, περαιτέρω χορήγησις, πρόσθετος βοήθεια, πᾶν τὸ σῶμα... συμβιβαζόμενον διὰ πάσῃς ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, συνδεόμενον διὰ πάσης συναφείας τῶν συνεργούντων μελῶν (πρβλ. ἐπιχορηγέω ἐν τέλ.), πρὸς Ἐφ. δ΄, 16· διὰ τῆς ἐπ. τοῦ πνεύματος, διὰ τῆς βοηθείας τοῦ πνεύματος, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. α΄, 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de fournir en outre, en sus.
Étymologie: ἐπιχορηγέω.

English (Strong)

from ἐπιχορηγέω; contribution: supply.

English (Thayer)

ἐπιχορηγίας, ἡ (ἐπιχορηγέω, which see) (Vulg. subministratio), a supplying, supply: Philippians 1:19. (Ecclesiastical writers.)

Greek Monolingual

η (AM ἐπιχορηγία)
επιχορήγηση
αρχ.-μσν.
βοήθεια, συμπαράσταση («διὰ τῆς ἐπιχορηγίας τοῡ πνεύματος»).