ᾖσαν
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek (Liddell-Scott)
ᾖσαν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ οἶδα, Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ ἤισαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπῇσαν Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. de εἶμι, aller;
3ᵉ pl. ao. de ᾄδω;
3ᵉ pl. pqp. de *εἴδω.