ἰσόπαις
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A like a child, as of a child, ἰσχύς A.Ag.75 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1265] παιδος, einem Knaben gleich, ἰσχύς Aesch. Ag. 75.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπαις: -δος, ὁ, ἡ, ἰσχὺν ἰσόπαιδα, ἰσχὺν ὁμοίαν τῇ ἰσχύϊ παιδίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 74.
French (Bailly abrégé)
παιδος (ὁ, ἡ)
d’enfant (propr. égal à un enfant).
Étymologie: ἴσος, παῖς.
Greek Monolingual
ἰσόπαις, -δος, ό, ἡ (Α)
όμοιος με παιδί ή με ιδιότητα παιδιού («ἰσχὺν ἰσόπαιδα» — δύναμη όμοια με τη δύναμη παιδιού, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + παῑς].