κακοπάρθενος

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπάρθενος Medium diacritics: κακοπάρθενος Low diacritics: κακοπάρθενος Capitals: ΚΑΚΟΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: kakopárthenos Transliteration B: kakoparthenos Transliteration C: kakoparthenos Beta Code: kakopa/rqenos

English (LSJ)

ἡ,

   A accursed maiden, Sch.E.Hec.612.    II Adj. unbecoming a maid, Μοῖρα AP7.468 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1301] 1) Unglücksjungfrau, Schol. Eur. Hec. 612. – 2) den Jungfrauen feindselig, oder Unglück bringende Jungfrau, Μοῖρα Mel. 124 (VII, 468).

French (Bailly abrégé)

ου;
vierge funeste (ép. de Μοῖρα).
Étymologie: κακός, παρθένος.

Greek Monolingual

κακοπάρθενος, ἡ (Α)
1. άτυχη, καταραμένη παρθένος
2. ως επίθ. απρεπής, ανάρμοστη, ολέθρια για κόρηκακοπάρθενος Μοῑρα» — ανάρμοστη, ολέθρια για μια παρθένο Μοίρα, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + παρθένος.