κακίων

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

German (Pape)

[Seite 1298] ον, compar. zu κακός; ι ist bei Hom. u. Ep. kurz, bei den attischen Dichtern lang.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκίων: κάκιστος, ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. τοῦ κακός.

French (Bailly abrégé)

Cp. de κακός.

Greek Monolingual

κακίων, -ον (Α)
συγκριτ. του κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. συγκριτ. -ίων (πρβλ. αισχ-ίων, ηδ-ίων)].