κατατρώγω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
fut. -
A τρώξομαι Cratin.143: aor. 2 κατέτρᾰγον Ar.Ach. 809:—eat up, esp. fruits and vegetables, ll.cc., Thphr.HP9.11.9, LXXPr.24.23 (29.27), Theoc.5.115, Luc.Apol.5: c. gen., Plu.Art.3, etc.: aor. 1 part. κατατρώξαντες Timo 66.6:—Pass., Arist.Pr.925a31.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρώγω: μέλλ. -τρώξομαι: ἀόρ. β΄ κατέτρᾰγον· καταρροκανίζω, κυρίως περὶ σκληρῶν καὶ τραγανῶν φαγητῶν, ἐπὶ τῶν ὠμῶν, τῶν χόρτων καὶ τῶν καρπῶν, τρώγων καταναλίσκω, τὸν ὀπτότατον κατατρώξομαι Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 5· τὰς ἰσχάδας κατέτραγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 809· τοὺς κλάδους κ. Αἰλ. π. Ζ 17. 17· μετὰ γεν., μήλου κυδωνίου κ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 3, κτλ.· ἀόρ. α΄ κατατρώξαντες Τίμων. Ἀποσπ. 7·- Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 20. 22, 1· καὶ μεταφρ., κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ Εὐσταθ. Πονημ. 83, 91.
French (Bailly abrégé)
f. κατατρώξομαι, ao.2 κατέτραγον;
dévorer, manger, acc. ou gén..
Étymologie: κατά, τρώγω.
Greek Monolingual
((AM κατατρώγω)
(επιτ. τ. του τρώγω)
1. τρώγω κάτι μέχρι τέλους, εντελώς
2. καταβροχθίζω
3. μτφ. βασανίζω εξαντλητικά, κατατρύχω (α. «τον κατατρώγει ο φθόνος» β. «κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ», Ευστάθ.)
4. μτφ. ασωτεύω, σπαταλώ
νεοελλ.
μτφ. (για φωτιά) κατακαίω.