κορίαννον
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
( κορίανδρον Gloss., κορίαμβλον Hsch.) [ῐ], τό,
A coriander, Coriandrum sativum, the plant or seed, Alc.Com.17, Anaxandr.50, Thphr.HP7.1.2: freq.in pl., Anacr.123, Ar.Eq.676,682,etc. II ring worn on the forefinger, Poll.5.101, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κορίαννον: τό, = κόριον, ἡ βοτάνη καὶ ὁ σπόρος, Ἀλκαῖ. Κωμ. ἐν «Καλλιστοῖ» 1, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Φαρμακομάντει» 2· ἐν τῷ πληθ. Ἀνακρ. 138, Ἀριστοφ. Ἱππ. 676, 682. ΙΙ. γυναικεῖόν τι κόσμημα, Πολυδ. Ε΄, 101, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
coriandre plante et graine.
Étymologie: DELG prob. méditerr. ; à rapprocher pê de κόρις, à cause de l’odeur ; myc. korijadono.