κρέμβαλα
From LSJ
English (LSJ)
τά,
A castanets, Carm.Pop.3.
Greek (Liddell-Scott)
κρέμβᾰλα: τά, κρόταλα, ἅπερ εἶχον εἰς τοὺς δακτύλους αὑτῶν οἱ ὀρχούμενοι καὶ συνέκρουον αὐτὰ μετὰ ῥυθμοῦ πρὸς ὃν ἐγίνετο ἡ ὄρχησις, νῦν ὀνομάζονται Τουρκιστὶ «ζίλια», Ἀθήν. 636C· πρβλ. κρόταλον. (Πρβλ. Λατ. crepare, crepundiae).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
castagnettes.
Étymologie: DELG rac. expressive, cf. κρόταλον.