κνημιδοφόρος
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
ον,
A wearing greaves, Hdt.7.92:—also κνημ-ῑδωτός, ή, όν, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1460] Beinschienen tragend, Her. 7, 92.
Greek (Liddell-Scott)
κνημῑδοφόρος: -ον, ὁ φορῶν περικνημῖδας, ἔχων ὡπλισμένας τὰς κνήμας του, Ἡρόδ. 7. 92.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des jambarts.
Étymologie: κνημίς, φέρω.
Greek Monolingual
-ο (Α κνημιδοφόρος, -ον)
αυτός που φορά περικνημίδες («θωρηκοφόροι... και κνημιδοφόροι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνημίς-, -ῖδος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].