μάλιον

Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of* μᾰλός(

   A = μαλλός), long hair, pigtail, AP11.157 (Ammian.), Herm. Trism. in Rev.Phil.32.256 (prob.), 264.    II v. μάλα 11.

German (Pape)

[Seite 90] τό, dim. von μαλός = μαλλός, Haarlocke, Ammian. 22 (XI, 157).

Greek (Liddell-Scott)

μάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαλὸς (= μαλλός), βόστρυχος, Ἀνθ. Π. 11. 157. 2) = μᾶλλον, «Ἴωνες τὸ μᾶλλον μάλλιον» Κραμ. Ἀν. Ὀξ. 2. 240, 2, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
boucle de cheveux.
Étymologie: μαλλός.
2adv.
v. μάλα.

Greek Monolingual

(I)
μάλιον, τὸ (AM,Μ και μάλιν)
μσν.
ακατέργαστο μαλλί
αρχ.
κοτσίδα, βόστρυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. μάλιον (αντί μάλλιον) < μαλλός.———————— (II)
μάλιον (Α)
επίρρ. ιων. τ. βλ. μάλλον.