μαλός
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
(A), ή, όν, epithet of a goat,
A white, Theoc.Ep.1.5, cf. Hsch.
μᾰλός (B), ή, όν,
A = ἀμαλός, only in ἄρνα μαλήν, a wrong division of ἄρν' ἀμαλήν, Il.22.310. μαλοσόα ὁδός· ᾗ τὰ πρόβατα βαδίζει, Hsch. (μαλόσα cod.); cf. ἱπποσόα, μηλοσόη. μάλουρος, ον, and fem. μάλουρις, white-tailed, Id. μᾱλοφόρος, μᾱλοφύλαξ, Dor. for μηλοφ-. μαλόχιον· σπαθητόν, Id.
German (Pape)
[Seite 91] heißt bei Theocr. ep. 1 (VI, 336) der Bock, nach Hesych. weiß, nach Anderen wollig, zottig, oder = μαλακός, wie nach Eust. auch Il. 22, 310 Einige ἄρνα μαλὴν für ἄρν' ἀμαλήν lesen wollten. Vgl. das Folgde.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
ép. du bouc, du chevreau, de sens peu assuré blanc ; laineux ; tendre, délicat.
Étymologie: cf. μᾶλον, μῆλον¹.
Russian (Dvoretsky)
μᾱλός: белый, по по друг. покрытый шерстью, мохнатый (τράγος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾱλός: -ή, -όν, ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 1. 5, ἐπίθ. τράγου, λευκὸς κατὰ τὸν Ἡσύχ. (ὅστις ὡσαύτως ἑρμηνεύει τὰ μάλουρος, μαλουρίς, διὰ τοῦ λεύκουρος, ὁ ἔχων λευκὴν οὐράν)· ἕτεροι ἑρμηνεύουσι μαλλώδης, «μαλλιαρὸς» (ὡσεὶ μαλλός)· ἄλλοι δὲ ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς = μαλακός, (ἐν ᾗ σημασίᾳ τινὲς ἔγραψαν ἄρνα μᾰλήν, ἀντὶ ἄρν’ ἀμαλήν, «ἁπαλήν, τρυφερὰν» (Σχόλ.), ἐν Ἰλ. Χ. 310).
Greek Monolingual
(I)
μαλός, -ή, -όν (Α)
λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. που χαρακτηρίζει τράγο
άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. μαλοπάραυος, μάλουρος)].
(II)
μαλός, -ή, -όν (Α)
τρυφερός, απαλός, μαλακός («ἁρπάζων ἤ ἄρνα μαλὴν [δ.γρφ. ἄρν' ἀμαλήν] ἢ πτῶκα λαγωόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το επίθ. ἀμαλός «μαλακός, αδύνατος»].
Greek Monotonic
μᾱλός: -ή, -όν, λευκός, σε Θεόκρ. (συγγενές προς μαλλός;).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of τράγος (Theoc. Ep. 1, 5), of old (H.) explained as white.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Taken from μαλο-πάραυος prop. appel-cheeked (Theoc. 26, 1), after H. = λευκο-πάρειος?; cf. μάλ-ουρος (-ρις) = λεύκ-ουρος, λευκό-κερκος H. Cf. 1. μῆλον. See DELG
Middle Liddell
μᾱλός, ή, όν
white, Theocr. [Akin to μαλλόσ?]
Frisk Etymology German
μαλός: {mālós}
Meaning: Beiwort von τράγος (Theok. Ep. 1, 5), seit alters (H.) als weiß erklärt.
Etymology: Wohl aus μαλοπάραυος eig. apfelwangig (Theok. 26, 1), nach H. = λευκοπάρειος, ausgelöst; dazu μάλουρος (-ρις) = λεύκουρος, λευκόκερκος H. — S. 1. μῆλον.
Page 2,168