περίλοιπος
From LSJ
πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west
English (LSJ)
ον,περιλιπής, Ar.Fr.160, Th.1.74, al., Arist.Oec.1350b13, LXX Am.5.15.
German (Pape)
[Seite 582] = περιλιπής, Thuc. 1, 74 u. Sp., wie Luc. Tox. 2 Plut. Pericl. 36.
Greek (Liddell-Scott)
περίλοιπος: -ον, = περιλιπής, ὁ ἀπομείνας,! Ἀριστοφ.! Ἀποσπ. 208, Θουκ. 1. 74.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reste, qui survit.
Étymologie: περιλείπομαι.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ περιλείπομαι
υπόλοιπος.