περίθυμος
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ον,
A very wrathful, A.Th.724 (lyr.), Cat.Cod.Astr.8(4).181; τὸ π. Ph.1.684. Adv. -μως A.Ch.40(lyr.); π. ἔχειν or ἴσχειν to be very angry, Hdt.2.162, Pl.Ti.88a: neut. as Adv., Plu.Mar.19.
German (Pape)
[Seite 577] sehr zornig; κατάραι Οἰδίποδος, Aesch. Sept. 706; περιθύμως ἔχειν, sehr zornig sein, Her. 2, 162 (wie Plat. Tim. 87 e); aber 3, 50 lesen die mss. περὶ θυμῷ ἐχόμενος.
Greek (Liddell-Scott)
περίθῡμος: -ον, σφόδρα ὠργισμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 725. - Ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 40· περιθύμως ἔχω, εἶμαι λίαν ὠργισμένος, Ἡρόδ. 2.162, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· περίθυμον ὡς ἐπίρρ., Πλουτ. Μάρ. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plein de courroux ; adv. • περίθυμον PLUT avec une grande irritation.
Étymologie: περί, θυμός.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ οργισμένος.
επίρρ...
περιθύμως και περίθυμον
με πολλή οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θυμός.