πιδακόεις
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
εσσα, εν,
A full of springs, Hegesin. ap. Paus.9.29.1 ; gushing, λιβάς E.Andr.116 (eleg.).
German (Pape)
[Seite 612] εσσα, εν, quellig, quellreich, λιβάς, Eur. Andr. 116.
Greek (Liddell-Scott)
πῑδᾰκόεις: εσσα, εν, ἀναβρύων ὡς πῖδαξ, λιβὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 116.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
de source.
Étymologie: πῖδαξ.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
1. γεμάτος από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ' Ἑλικῶνα ἔχει πόδα πιδακόεντα», Ηγησίν.)
2. αυτός που αναβλύζει σαν πηγή («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα λιβάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, -ακος + κατάλ. -όεις].