πιδακόεις

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑδᾰκόεις Medium diacritics: πιδακόεις Low diacritics: πιδακόεις Capitals: ΠΙΔΑΚΟΕΙΣ
Transliteration A: pidakóeis Transliteration B: pidakoeis Transliteration C: pidakoeis Beta Code: pidako/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A full of springs, Hegesin. ap. Paus.9.29.1 ; gushing, λιβάς E.Andr.116 (eleg.).

German (Pape)

[Seite 612] εσσα, εν, quellig, quellreich, λιβάς, Eur. Andr. 116.

Greek (Liddell-Scott)

πῑδᾰκόεις: εσσα, εν, ἀναβρύων ὡς πῖδαξ, λιβὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 116.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
de source.
Étymologie: πῖδαξ.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. γεμάτος από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ' Ἑλικῶνα ἔχει πόδα πιδακόεντα», Ηγησίν.)
2. αυτός που αναβλύζει σαν πηγή («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα λιβάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, -ακος + κατάλ. -όεις].