σαγηνευτήρ

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηνευτήρ Medium diacritics: σαγηνευτήρ Low diacritics: σαγηνευτήρ Capitals: ΣΑΓΗΝΕΥΤΗΡ
Transliteration A: sagēneutḗr Transliteration B: sagēneutēr Transliteration C: sagineftir Beta Code: saghneuth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who fishes with the σαγήνη: hence, of a comb, πλατὺς τριχῶν σ. AP6.211 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 857] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Leon. Tar. 5 (VI, 211) nennt den Kamm τὸν πλατὺν τριχῶν σαγηνευτῆρα.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγηνευτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ σαγήνης· ἐνυεῦθεν ἐπὶ τοῦ κτενίου, πλατὺς τριχῶν σαγ. Ἀνθ. Π. 6, 211.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
c. σαγηνεύς.
Étymologie: σαγηνεύω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. πυρσευ-τήρ, ταριχευ-τήρ)].