συγκατοικέω

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατοικέω Medium diacritics: συγκατοικέω Low diacritics: συγκατοικέω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΕΩ
Transliteration A: synkatoikéō Transliteration B: synkatoikeō Transliteration C: sygkatoikeo Beta Code: sugkatoike/w

English (LSJ)

   A dwell with one, τινι Plu.Per.20: metaph., γέρων γέροντι συγκατῴκηεν πίνος S.OC1259.

German (Pape)

[Seite 966] mit bewohnen, τῆς (ἐσθῆτος) ὁ δυσφιλὴς γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος, Soph. O. C. 1261.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατοικέω: κατοικῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλουτ. Περικλ. 20· μεταφ., γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος Σοφ. Ο. Κ. 1259.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατοικέω.