σώρακος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σώρᾰκος Medium diacritics: σώρακος Low diacritics: σώρακος Capitals: ΣΩΡΑΚΟΣ
Transliteration A: sṓrakos Transliteration B: sōrakos Transliteration C: sorakos Beta Code: sw/rakos

English (LSJ)

ὁ,

   A basket or box, Ar.Fr.248, Aen.Tact.30.2, Babr.108.18, BGU14iv 10 (iii A.D.); καταπαλτῶν, τοξευμάτων, IG22.120.37, 1649.14.

German (Pape)

[Seite 1060] ὁ, 1) Kiste, Korb, bes. worin man trockne Feigen u. Datteln aufbewahrte, Jac. A. P. p. 90. – 2) eine Trage, zum Holztragen, Ar. frg. bei Poll. 10, 130.

Greek (Liddell-Scott)

σώρᾰκος: ὁ, (σωρὸς) «ἀγγεῖον ἐν ᾧ τὰ σκεύη τῶν ὑποκριτῶν» (Πολυδ. Ι΄, 130), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 244· καλάθιον, στάμνοι μέλιτος σώρακοί τε φοινίκων Βαβρ. 108. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cabas de figues ou de dattes.
Étymologie: DELG σωρός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. καλάθι, κιβώτιο
2. (κατά τον Πολυδ.) «σώρακος, ἀγγεῑον ἐν ᾧ τὰ σκεύη τῶν ὑποκριτῶν»
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῑον, εἰς ὃ σῡκα συμβάλλεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + επίθημα -ακος (πρβλ. θύλ-ακος)].