ὑποληπτέον
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
(ὑπολαμβάνω)
A one must suppose, understand, regard, τἆλλα . . τὸν αὐτὸν τρόπον ὑ. Pl.Tht.156e; οὕτως ὑ. περί τινος Id.R. 613a: c. inf., Arist.PA648a14; τίνα . . ἔχον δύναμιν αὐτὸ ὑ.; Pl.Ti. 49a. II one must answer, Eust.1172.26.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποληπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπολαμβάνω, πρέπει τις νὰ ὑποθέσῃ, ὑπολάβῃ, ἐννοήσῃ, νομίσῃ περί τινος, τἆλλα... τὸν αὐτὸν τρόπον ὑπ. Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· οὕτως ὑπ. περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 613Α· μετ’ ἀπαρ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 2. 2, 8· τίνα... ἔχον δύναμιν ὑπ.; Πλάτ. Τίμ. 49Α. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ἀποκριθῇ Εὐστ. 1172. 26.