φαρετρεών
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, = foreg., Hdt.1.216, 2.141, 7.61.
German (Pape)
[Seite 1255] ῶνος, ὁ, = Vorigem, Her. 1, 216. 2, 141. 7, 61.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰρετρεών: -ῶνος, ὁ, = φαρέτρα, Ἡρόδ. 2. 216., 2. 141., 7. 61.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
ion. c. φαρέτρα.
Greek Monolingual
-ώνος, ὁ, Α
η φαρέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρέτρα με παρέκταση -εών (πρβλ. ἐσχάρα: ἐσχαρεών)].