φρονούντως
From LSJ
English (LSJ)
Adv. part. pres. Act. of φρονέω,
A wisely, prudently, A. Supp.204, S.Ant.682.
Greek (Liddell-Scott)
φρονούντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ φρονέω, φρονίμως, συνετῶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 204, Σοφ. Ἀντιγ. 682.
French (Bailly abrégé)
adv.
sagement, avec prudence.
Étymologie: φρονέω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. φρονίμως, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρονῶν, -οῦντος, μτχ. ενεστ. του ρ. φρονῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].