φιλοποίμνιος

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

German (Pape)

[Seite 1283] die Heerde liebend, κύων, Theocr. 5, 106.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοποίμνιος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ποίμνιον, κύων φιλοποίμνιος Θεόκρ. 5. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami des troupeaux.
Étymologie: φίλος, ποίμνιον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά το ποίμνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ποίμνιος (< ποίμνη «κοπάδι προβάτων»)].