χαλαίνω
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
poet. for
A χαλάω 1.4, ῥυτὰ χαλαίνοντες Hes.Sc.308.
German (Pape)
[Seite 1326] poet. = χαλάω, ῥυτὰ χαλαίνοντες Hes. Sc. 308.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλαίνω: ποιητ. ἀντὶ χαλάω Ι. 4, ῥυτὰ χαλαίνοντες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 308.
Greek Monolingual
Α
βλ. χαλώ.