δυσταμίευτος
From LSJ
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A hard to manage, πνεῦμα Arist.Aud.800b31.
German (Pape)
[Seite 688] womit schwer hauszuhalten ist, πνεῦμα Arist. audit. 12.
Greek (Liddell-Scott)
δυσταμίευτος: -ον, δυσοικονόμητος, δυσκυβέρνητος, Ἀριστ. Ἀκουσ. 12.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de controlar, irreprimible τὸ γὰρ βίᾳ φερόμενον δυσταμίευτον Arist.Aud.802a6, τὸ πνεῦμα Arist.Aud.800b31.
Greek Monolingual
δυσταμίευτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα κυβερνιέται ή τακτοποιείται.