ἰσθμώδης

From LSJ
Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰσθμώδης Medium diacritics: ἰσθμώδης Low diacritics: ισθμώδης Capitals: ΙΣΘΜΩΔΗΣ
Transliteration A: isthmṓdēs Transliteration B: isthmōdēs Transliteration C: isthmodis Beta Code: *)isqmw/dhs

English (LSJ)

ες,= ἰσθμοειδής, Th.7.26: Sup., Scymn.926.

German (Pape)

[Seite 1263] ες, = ἰσθμοειδής, Thuc. 8, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσθμώδης: -ες, = ἰσθμοειδής, Θουκ. 7. 26.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un isthme.
Étymologie: ἰσθμός, -ωδης.

Greek Monolingual

ἰσθμώδης, -ῶδες (Α) ισθμός
ισθμοειδής, όμοιος με ισθμό.

Greek Monotonic

ἰσθμώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με ισθμό, = ἰσθμοειδής, σε Θουκ.