διαμισέω

From LSJ
Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμῑσέω Medium diacritics: διαμισέω Low diacritics: διαμισέω Capitals: ΔΙΑΜΙΣΕΩ
Transliteration A: diamiséō Transliteration B: diamiseō Transliteration C: diamiseo Beta Code: diamise/w

English (LSJ)

   A hate bitterly, Arist.Pol.1274a34, Ph.1.396, J.BJ4.5.4, Plu.Tim.35 (Pass.), Ant.Lib.12.2 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 590] von Grund aus hassen, Arist. Polit. 2, 12; Plut. Timol. 85 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαμῑσέω: μισῶ ἀπὸ καρδίας, πολύ, Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 8, Πλούτ. Τιμολ. 35.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir une haine profonde.
Étymologie: διά, μισέω.

Spanish (DGE)

odiar τὸν ἔρωτα τὸν τῆς μητρός Arist.Pol.1274a34, τὸ αὐστηρὸν καὶ περίσεμνον Ph.1.396, cf. 439, τὸ φονεύειν ἀνέδην I.BI 4.334, en v. pas. νῆσος ... διαμεμισημένη ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Plu.Tim.35, cf. I.BI 1.123, Ant.Lib.12.2.

Greek Monotonic

διαμῑσέω: μέλ. -ήσω, μισώ από καρδιάς, μισώ βαθιά, σε Αριστ., Πλούτ.