δυσδιερεύνητος

From LSJ
Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιερεύνητος Medium diacritics: δυσδιερεύνητος Low diacritics: δυσδιερεύνητος Capitals: ΔΥΣΔΙΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiereúnētos Transliteration B: dysdiereunētos Transliteration C: dysdiereynitos Beta Code: dusdiereu/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to search thoroughly, Pl.R. 432c, D.C.51.26, Them.Or.21.254d.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu durchforschen; τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιερεύνητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
diffile à rechercher ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, διερευνάω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de explorar τόπος Pl.R.432c, τὰ στόμια αὐτοῦ (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4
fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.Or.21.254d.

Greek Monolingual

δυσδιερεύνητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα διερευνάται.

Greek Monotonic

δυσδιερεύνητος: -ον (διερευνάω), αυτός που είναι δύσκολος να ερευνηθεί, σε Πλάτ.