ἀγκύριον
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
English (LSJ)
τό, Dim. of ἄγκῡρα, Ph.Bel.100.34, Plu.2.604d, Arr. Epict.30, Demoph.Sim.45, Luc.Cat.1. II ἀγκύρια (sc. πείσματα), τά, anchor-cables, D.S.14.73.
German (Pape)
[Seite 16] τό, kleiner Anker, Luc. – Bei Diod. 14, 73 sind τὰ ἀγκύρια Ankertaue, sc. σχοινία.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de ἄγκυρα.
Greek Monotonic
ἀγκύριον: τό, υποκορ. του ἄγκῡρα, σε Λουκ.