εἰνοσίφυλλος

From LSJ
Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰνοσίφυλλος Medium diacritics: εἰνοσίφυλλος Low diacritics: εινοσίφυλλος Capitals: ΕΙΝΟΣΙΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: einosíphyllos Transliteration B: einosiphyllos Transliteration C: einosifyllos Beta Code: ei)nosi/fullos

English (LSJ)

[ῐ], ον, (ἔνοσις)

   A with quivering foliage, of wooded mountains, Il.2.632, Od.9.22, etc.

German (Pape)

[Seite 733] blätter-, laubschüttelnd, belaubt, waldig, von Bergen, Il. 2, 632 Od. 9, 22.

Greek (Liddell-Scott)

εἰνοσίφυλλος: -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ κίνησις· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος σύνδενδρος» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite son feuillage.
Étymologie: ἔνοσις, φύλλον.

English (Autenrieth)

(ἔνοσις, φύλλον): leaf-shaking, with quivering foliage, epith. of wooded mountains.

Spanish (DGE)

v. ἐνοσίφυλλος.

Greek Monolingual

εἰνοσίφυλλος, -ον (Α)
(για βουνά) σύδενδρος, σκεπασμένος με δέντρα που έχουν πυκνό φύλλωμα.

Greek Monotonic

εἰνοσίφυλλος: -ον (ἔνοσις), με φυλλωσιά που τρεμουλιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.