κακόπτερος

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόπτερος Medium diacritics: κακόπτερος Low diacritics: κακόπτερος Capitals: ΚΑΚΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: kakópteros Transliteration B: kakopteros Transliteration C: kakopteros Beta Code: kako/pteros

English (LSJ)

ον,

   A with bad wings, weak in the wing, opp. εὔπτερος, Arist.HA617b4, al.; of the Sphinx, as a bird of ill omen, Epigr. ap. Sch.E.Ph.50.

German (Pape)

[Seite 1302] schlecht beflügelt, Arist. H. A. 9, 22.

Greek Monolingual

κακόπτερος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («εὔπους δὲ καὶ κακόπτερος», Αριστοτ.)
2. επίθ. για τη Σφίγγα ως πτηνό που προμηνύει κακά, δυσοίωνα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ολιγό-πτερος, ποικιλό-πτερος].