τυραννοφόνος

From LSJ
Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννοφόνος Medium diacritics: τυραννοφόνος Low diacritics: τυραννοφόνος Capitals: ΤΥΡΑΝΝΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: tyrannophónos Transliteration B: tyrannophonos Transliteration C: tyrannofonos Beta Code: turannofo/nos

English (LSJ)

ον,

   A slaying tyrants, AP7.388 (Bianor), D.C.44.35.

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννοφόνος: -ον, ὡς τὸ τυραννοκτόνος, ὁ φονεύσας τύραννον, Ἀνθ. Π. 7. 388, Δίων Κ. 44. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τυραννοκτόνος.
Étymologie: τύραννος, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που φονεύει τυράννους, τυραννοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο-φόνος.

Greek Monotonic

τῠραννοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που φονεύει τυράννους, σε Ανθ.