σκολιοπόρος

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῐοπόρος Medium diacritics: σκολιοπόρος Low diacritics: σκολιοπόρος Capitals: ΣΚΟΛΙΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: skoliopóros Transliteration B: skolioporos Transliteration C: skolioporos Beta Code: skoliopo/ros

English (LSJ)

ον,

   A with winding passages, ὦτα S.E.P.1.126.

Greek (Liddell-Scott)

σκολιοπόρος: -ον, ὁ ἔχων σκολιοὺς πόρους, σκολιὰς ὀπάς, ὦτα Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 126· - σκολιοπορία, ἡ, Καισάρ. σ. 944, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός, στρεβλός» + πόρος.