πολυπλήθεια
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
Ion. πολυπληθ-είη, ἡ,
A great quantity or number, ὕδατος Hp. Aër.15, cf. Aen.Tact.3.1; [τῶν φαττῶν] Arist.HA562b29, cf. Ocell.4.5, Aen.Gaz.Thphr.p.47 B., SIG880.40 (Pizus, iii A.D.), etc.:—written πολυπληθ-πληθία, S.Fr.667.1 (lyr.), Hyp.Fr.266, D.ap.Poll.4.163, LXX 2 Ma.8.16, Str.16.2.23.
German (Pape)
[Seite 668] ἡ, große Menge; Hippocr.; Arist. H. A. 6, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπλήθεια: ἡ, μέγα πλῆθος, μεγάλη ποσότης, ὕδατος Ἱππ. π. Ἀέρ. 290· τῶν φαττῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 6, κτλ.· φέρεται πολυπληθία ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 583, Δημ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 463, Στράβ. 757 κλπ.
Greek Monolingual
και πολυπληθία, ἡ, Α πολυπληθής
μεγάλο πλήθος, μεγάλη ποσότητα.