ἐμπληστέος

From LSJ
Revision as of 21:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπληστέος Medium diacritics: ἐμπληστέος Low diacritics: εμπληστέος Capitals: ΕΜΠΛΗΣΤΕΟΣ
Transliteration A: emplēstéos Transliteration B: emplēsteos Transliteration C: emplisteos Beta Code: e)mplhste/os

English (LSJ)

α, ον, (ἐμπίμπλημι)

   A to be filled with, ὄγκου Pl.R.373b.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπληστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐμπίπλημι, πρέπει νὰ ἐμπλησθῇ, νὰ γεμισθῇ τι μέ τι, ἀλλ’ ἤδη ὄγκου ἐμπληστέα (ἡ πόλις) καὶ πλήθους Πλάτ. Πολ. 373Β.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἐμπίπλημι.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser llenado de c. gen. (πόλις) ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους Pl.R.373b.

Greek Monotonic

ἐμπληστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἐμπίπλημι, αυτό που πρέπει να γεμιστεί με κάτι, τινός, σε Πλάτ.