German (Pape)
[Seite 613] seltene Nebenform von πιέζω; χερσὶ στιβαρῇσι πιέζευν, Od. 12, 174. 196; Her. πιεζεύμενος statt πιεζούμενος, 3, 146. 6, 108. 8, 142; πιεζοῦντος, Plut. Thes. 6; ἐπιεζοῦντο καὶ κατεβαροῦντο τῇ μάχῃ, Pol. 11, 33, 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. épq. πιέζευν;
c. πιέζω.