συνεξοκέλλω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
intr.,
A run aground together, c. dat., App.BC5.121: metaph., Plu.2.985c.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξοκέλλω: ἀμεταβ., ἐξοκέλλω ὁμοῦ, μεταφ., πορρωτέρω τοῦ πιθανοῦ συνεξοκείλας εἰς τὸν Ὀδυσσέα Πλούτ. 2. 985C.
French (Bailly abrégé)
se laisser détourner en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξοκέλλω.
Greek Monolingual
Α
1. πέφτω στην ξηρά μαζί ή ταυτοχρόνως
2. μτφ. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξοκέλλω «πέφτω στην ξηρά»].
Greek Monolingual
Α
1. πέφτω στην ξηρά μαζί ή ταυτοχρόνως
2. μτφ. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξοκέλλω «πέφτω στην ξηρά»].