μετενδύω

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετενδύω Medium diacritics: μετενδύω Low diacritics: μετενδύω Capitals: ΜΕΤΕΝΔΥΩ
Transliteration A: metendýō Transliteration B: metendyō Transliteration C: metendyo Beta Code: metendu/w

English (LSJ)

causal in aor. 1,

   A put other clothes on a person, θοἰμάτιον τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα Luc.Bis Acc.34: metaph., τὸν Μαιάνδριον τὴν τυραννίδα μετενέδυσε invested him with... Id.Nec.16.    II Med. μετενδύομαι, c. aor. Act. μετενέδῡν, Str.17.1.43:—put on other clothes, τὴν ἐσθῆτα l. c., cf. J.Vit.28, AJ20.6.1; τὰς στολάς D.C.46.39, cf. Max. Tyr.4.2: metaph., of souls assuming new bodies, μ. ἐς γυναικέα σκάνεα Ti.Locr. 104d.

German (Pape)

[Seite 158] (s. δύω), umziehen, nach einem Kleide ein anderes anziehen, ὡς θοιμάτιον τοῦτο τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα, Luc. bis accus. 34. – In den intrans. tempp. u. med. sich ein anderes Kleid anziehen, Strab. XVII, 814, D. C. 46, 39; übertr., ὡς μετενδυομέναν τᾶν ψυχᾶν ἐς γυναικέα σκάνεα, Tim. Locr. 104 d.

Greek (Liddell-Scott)

μετενδύω: I. μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α΄, ἐνδύω τινὰ μὲ ἄλλο ἔνδυμα, θοἰμάτιον τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34· μεταφ., τὸν Μαιάνδριον τὴν τυραννίδα μετενέδυσε, τὸν ἐνέδυσε μέ..., ὁ αὐτ. π. Νεκυομαντ. 16. II. Παθ., μετενδύομαι, μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. μετενέδῡν, ἐνδύομαι ἄλλα ἐνδύματα, «ἀλλάζω», τὴν ἐσθῆτα Στράβ. 814· τὰς στολὰς Δίων Κ. 46. 39· μεταφ., ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν μεταβαινουσῶν εἰς νέον σῶμα, μ. ἐς γυναικέα σκάνεα Τίμ. Λοκρ. 104D.

French (Bailly abrégé)

ao. μετενέδυσα;
revêtir d’un autre vêtement.
Étymologie: μετά, ἐνδύω.

Greek Monolingual

μετενδύω (Α)
1. ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα
2. (το μέσ.) μετενδύομαι
1. ντύνομαι άλλα ενδύματα, αλλάζω φορέματα
2. μτφ. (για την ψυχή) μεταβαίνω σε άλλο σώμα ανθρώπου ή ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐν-δύω «ντύνω»].

Greek Monotonic

μετενδύω:I. μτβ. στον αόρ. αʹ μετ-ενέδῡσα, βάζω άλλα ρούχα σε κάποιον, ερευνώ με νέες δυνάμεις, τινά τι, σε Λουκ.
II. Παθ., μετενδύομαι, με Ενεργ. αόρ. αʹ μετενέδῡν, φορώ άλλα ρούχα, σε Στράβ.