προσθύμιος

From LSJ
Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσθύμιος Medium diacritics: προσθύμιος Low diacritics: προσθύμιος Capitals: ΠΡΟΣΘΥΜΙΟΣ
Transliteration A: prosthýmios Transliteration B: prosthymios Transliteration C: prosthymios Beta Code: prosqu/mios

English (LSJ)

[ῡ], poet. ποτιθύμιος, ον,

   A according to one's mind, welcome, AP6.288 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 766] nach Jemandes Sinn, gemüthlich, angenehm, τινί.

Greek (Liddell-Scott)

προσθύμιος: [ῡ], -ον, καταθύμιος, εὐάρεστος, τινι Ἀνθ. Π. 6. 288.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conforme au désir de, bienvenu de, dat..
Étymologie: πρός, θυμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
ευάρεστος, καταθύμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -θύμιος (< θυμός), πρβλ. κατα-θύμιος].

Greek Monotonic

προσθύμιος: -ον (θῡμός), αυτός που βρίσκεται στο μυαλό κάποιου, ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος, τινι, σε Ανθ.