ἐπαναστέλλω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναστέλλω Medium diacritics: ἐπαναστέλλω Low diacritics: επαναστέλλω Capitals: ΕΠΑΝΑΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: epanastéllō Transliteration B: epanastellō Transliteration C: epanastello Beta Code: e)panaste/llw

English (LSJ)

   A check, resist, αἱ γενέσεις ἐ. τὰς φθοράς Arist.Mu.397b3 (v. ἀνασηκόω).

German (Pape)

[Seite 901] zurückschlagen u. in die Höhe heben, Clem. Al.; verhindern, τὰς φθοράς Arist. mund. 5, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναστέλλω: σύρω ὀπίσω, ὀλίγον ἐπαναστείλας τοῦ καταπετάσματος, ὡς δείξων τὸν θεὸν Κλήμ. Ἀλ. 253. ΙΙ. αἱ γενέσεις ἐπαναστέλλουσι τὰς φθορὰς, χρησιμεύουσιν ὡς ἀντιστάθμισμα εἰς τὰς φθορὰς, Ἀριστ. π. Κόσμου 5. 13.

Greek Monolingual

ἐπαναστέλλω (Α)
1. αναπληρώνω
2. μέσ.
ανασύρω, ανασηκώνω, αναστέλλω
3. σέρνω, τραβώ προς τα πίσω.