τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
ἕπευ: Ἰων. παρατ. τοῦ ἕπομαι, ἀλλ’ ἕπευ Ὁμ. Ἰλ. Κ. 146, κ. ἀλλ.
2ᵉ sg. impér. prés. épq. de ἕπομαι.
see ἕπω.
ἕπευ: Ιων. αντί ἕπου, προστ. του ἕπομαι.