φριξαύχην

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φριξαύχην Medium diacritics: φριξαύχην Low diacritics: φριξαύχην Capitals: ΦΡΙΞΑΥΧΗΝ
Transliteration A: phrixaúchēn Transliteration B: phrixauchēn Transliteration C: friksaychin Beta Code: fricau/xhn

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ,

   A with ruffling neck, of dolphins, Arion v. 8; κάπρος Trag.Adesp.383.

German (Pape)

[Seite 1307] ενος, mit sträubendem Halse, Nacken, mit aufgerichteten Mähnen; vom Delphin Arion 1, 8; κάπρος poet. bei Plut. coh. ira 14.

Greek (Liddell-Scott)

φριξαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀνωρθωμένην τὴν χαίτην, σεισμοὶ φρ., οἱ δελφῖνες, Ἀρίων παρὰ τῷ Bgk. σ. 567· κάπρος Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 462Ε.

French (Bailly abrégé)

χενος (ὁ, ἡ)
dont le cou est hérissé de soies.
Étymologie: φρίσσω, αὐχήν.

Greek Monolingual

-ενος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει ανορθωμένη χαίτη («κάπρον φριξαύχενα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + αὐχήν, -ένος (πρβλ. καμπυλ-αύχην, μεγαλ-αύχην)].