ἐπανδιπλάζω

Revision as of 22:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

poet. for ἐπαναδιπλάζω (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανδιπλάζω: ποιητ. ἀντὶ ἐπαναδιπλάζω.

French (Bailly abrégé)

interroger une seconde fois, de nouveau.
Étymologie: poét. p. *ἐπαναδιπλάζω, de ἐπί, ἀνά, διπλάζω.

Greek Monotonic

ἐπανδιπλάζω: ποιητ. αντί ἐπ-αναδιπλάζω, επαναλαμβάνω ερωτήσεις, σε Αισχύλ.