φιλοποίμνιος

From LSJ
Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source

German (Pape)

[Seite 1283] die Heerde liebend, κύων, Theocr. 5, 106.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοποίμνιος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ποίμνιον, κύων φιλοποίμνιος Θεόκρ. 5. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami des troupeaux.
Étymologie: φίλος, ποίμνιον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά το ποίμνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ποίμνιος (< ποίμνη «κοπάδι προβάτων»)].

Greek Monotonic

φῐλοποίμνιος: -ον (ποίμνη), αυτός που αγαπά το ποίμνιο (πλήθος πιστών), σε Θεόκρ.